Άγχος και Αναπηρία

Anxiety & Disability

Το παρόν κείμενο συντάχθηκε το καλοκαίρι του 2024 για το περιοδικό Yusra, το οποίο δυστυχώς τυπώθηκε χωρίς αυτό. Το ανεβάζως για να καλύψω λίγο το κενό του μπλογκ μέχρι να ανεβούν τα ποιήματα, η συνέντευξη θα αργήσει ακόμα λόγο διαθεσημότητας της καλλιτέχνιδας.

The present text was written in summer for the magazine Yusra, though it was sadly printed without it. I am uploading it to somewhat cover the vacuum until the poems and next article are written. The interview will sadly be delayed due to scheduling issues with the artist.


Θέλω να εκφραστώ, θέλω να πω κάτι:

Η νέα χιλιετία είναι τρομερή. Ούτε πόλεμος,
έχουμε ίντερνετ, ανέσεις. Μιλάμε για πανηγύρι.


Εντελώς μαλθακή η γενιά μας, ε;
Ποια γενιά ακριβώς;
Μία από αυτές μωρέ. Ξέρεις. Οι Gen Alpha… Z… Millenials… X… όλο και κάποιοι από αυτούς.


Σας γράφω όλο αυτό μέσα από μία ήπια (για μένα) κρίση άγχους. Έχω 1500 πράγματα να κάνω ταυτόχρονα και ξαφνικά νιώθω πως πρέπει να πάω νοσοκομείο. Δε θα σας πρήξω, γιατί έχω μάθει να τα παλεύω. Περισσότερο με κάνει η κατάσταση μου να σκέφτομαι άλλους ανθρώπους με παρόμοια θέματα. Τελικά, έχω γνωρίσει
πολλούς που παλεύουν με κάτι. Ακόμα και αθλητές, επιχειρηματίες, τέλος πάντων άτομα που δεν το περιμένεις και σίγουρα δεν το βλέπεις μέχρι να στο πουν.

Αρχικά: πες ότι παθαίνεις κάτι. Πάω κάπου για φαγητό και ξαφνικά νιώθω ξεΚΑθαρα στεφανιαία καρδιακή νόσο. Πεθαίνω, πεθαίνεις, πεθαίνουμε όλοι μαζί, κρατάμε και χεράκια. Πας στον γιατρό. Τζίφος, τίποτα, καθαρές εξετάσεις. “Κρίση πανικού”. Και καλά. Εντάξει, θα μου πεις ότι σου λέω μπούρδες. Λες και ξέρω πως είναι με ακρίβεια η στεφανιαία καρδιακή νόσος, φυσικά και είναι άγχος. Σωστά, στην τύχη την είπα, φαντάσου λίγο όμως και ‘συ ότι βρίσκεσαι σε κρίση πανικού/άγχους.

Συνεχίζουμε λοιπόν. Πεθαίνουμε, αλλά μας γυρνάνε οι γιατροί σπίτι. Κάπως ίσως ησυχάζουμε, αλλά τα συμπτώματα δε φεύγουν. Ξέρω μία κοπέλα που (ίσως δεν είναι ψυχοσωματικό βέβαια, αλλά δε δείχνουν κάτι οι εξετάσεις της, οπότε οι γιατροί το θεωρούν άγχος) που έχει συμπτώματα κόπωσης με τάσεις προς λιποθυμία εδώ και
περίπου 8 χρόνια. Καταλαβαίνετε πως αυτό κάνει τη ζωή της δύσκολη. Όταν πέρναγα παρόμοια συμπτώματα, το βίωσα για περίπου ένα χρόνο. Που και εδώ, κάπως δύσκολο. Γιατί ακόμα και όταν καταλαβαίνεις ότι είναι άγχος, το σώμα δεν υποχωρεί πάντα. “Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής”. Και αν το σώμα
δεν υποχωρήσει, σου αφήνει τη σκέψη: “Μήπως δεν είναι άγχος;”

Self Portrait of Edvard Munch without a face during his time in which he had contracted spanish flu.

Θες να βγεις έξω, μπας και ο ήλιος σε κάνει να συνέλθεις λίγο. Μπας και καταφέρεις να τρέξεις σήμερα και σου ανεβάσει την πίεση που νιώθεις τόσο πεσμένη στις φλέβες σου. Αλλά εκεί στον διάδρομο σε αφήνει η δύναμη σου. Γλιστράς λίγο, ίσως χτυπάς πέφτοντας σε κάποιον τοίχο για να στηριχτείς. Μετά από κάποιο καιρό νομίζω πως πολλοί θα έχαναν το κουράγιο τους. Αφού δε νιώθεις καλύτερα. Γιατί βάζεις τη ζωή σου σε παύση και νιώθεις ότι μένεις πίσω. Μόνο στη δουλειά νιώθω ότι η ρουτίνα κάπως με βάζει σε ράγες και την
παλεύω, με ένα βάρος. “Να βγω απόψε; Μπα, κατά τις 11 θα νιώθω πάλι ότι πεθαίνω.” Για κάποιους η ζωή ξαναϊσιώνει, για άλλους συνεχίζει έτσι, για κάποιους δεν είναι τελικά το άγχος που επηρεάζει τη ζωή τους. Είναι κάτι σωματικό, αν και το άγχος είναι μάλλον χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής μας. Και γι’ αυτό μόνο, πρέπει να το παίρνουμε στα σοβαρά.

Υπάρχει πάντως αναπηρία. Και μαζί με την αναπηρία υπάρχει και η ζημιά, η απώλεια ικανότητας. Μόνιμα ή προσωρινά. Για ένα χρόνο, δέκα χρόνια, μία ζωή. Διαφορετικές καταστάσεις, αλλά με κοινά συμπτώματα. Και τουλάχιστον τα κοινά συμπτώματα έχουν κοινές λύσεις. Θυμάμαι που η μητέρα μου, μου έλεγε κάποιες ιστορίες από
παλιά. Τη δεκαετία του 70, για έναν δάσκαλο – εικόνα της εποχής αυτής. Με τη μανσέτα διπλωμένη και ραμμένη στον ώμο. Είχε χάσει το χέρι στον πόλεμο. Το βρίσκω παράξενο πάντως. Ενώ τότε η αναπηρία πρέπει να ήταν πολύ πιο φανερή, με ανθρώπους θύματα πολέμου και ασθένειας, ο κόσμος είχε τον εγωισμό του, δεν ήθελαν να το αποδεχτούν. Όχι ότι έχει πάει πουθενά η αναπηρία, ένας στους δέκα στην Ελλάδα διάβασα πρόσφατα. Ίσως, δε φαίνεται έτσι, βγαίνεις στο δρόμο και μετράς. Ένας, δύο, τρεις… εννιά… ο δέκατος μπορεί να είναι σπίτι και να μην μπορεί να βγει. Είναι ενενήντα χρονών και δεν υπάρχει ασανσέρ.

Ως κατάσταση παραμένει κρυφή, πράγμα το οποίο οφείλεται και στην υποτίμηση των ατόμων με ειδικές ανάγκες αλλά πέραν αυτού ο φαύλος κύκλος που δημιουργείται. Όταν ένα άτομο δεν έχει πρόσβαση στην κοινωνία χάνει και την ικανότητα να εκφραστεί, να αποδείξει την δεξιότητα του και να λάβει φροντίδα και απόλαυση. Η
δυσκολία αυτή της ανάδειξης και του παραπόνου σε πολιτικό πλαίσιο πέρα από μερικές παραχωρήσεις, χτίζει μία τάξη στην κοινωνία μας η οποία έχει γραπτά πολιτικά δικαιώματα τα οποία συχνά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Εδώ ωστόσο δεν πρόκειται για αδιαφορία που προκύπτει από το γεγονός ότι μιλάμε
“απλά για μία μειονότητα”. Δεν μιλάμε για την εξυπηρέτηση προτιμήσεων αλλά για ουσιαστική πρόσβαση στην ζωή. Αυτά είναι ίσως γνωστά, και η συχνά αναστατωμένη απάντηση είναι ότι το κόστος είναι υψηλό για κάτι που αφορά λίγους. Το “λίγοι” φυσικά είναι σχετικό αν μιλάμε για 15% ή και 10%. Αυτό που θέλω όμως να
επισημάνω όμως είναι ότι η χαρακτηριστική διαφορά της ικανότητας και της προσβασιμότητας είναι ότι η “μειονότητα” είναι οφθαλμαπάτη. Τα ανά πάσα στιγμή μετρήσιμα άτομα, είτε με αναπηρία, χρόνιο πρόβλημα υγείας ή άλλη προσωρινή απώλεια ικανότητας δεν λαμβάνουν υπόψη την αλλαγή-απώλεια ικανότητας που περνάει ο κάθε άνθρωπος μέσα στην ζωή του. Πρόκειται για έλλειψη που θα ζήσουν όλοι.

Πριν έλεγα για το ασανσέρ, είναι κάτι το βασικό, μία παραχώρηση που μάλλον υπάρχει περισσότερο για την άνεση και πολυτέλεια ανθρώπων χωρίς αναπηρίες, δεν είναι πάντως το Α και Ω. Ας σκεφτούμε λίγο παραπάνω πράγματα: Να φτιαχτούν πεζοδρόμια εκεί που δεν τα έχουμε, από τα Χανιά έως την Ομόνοια (και παρακαλώ χωρίς πρόχειρες ράμπες). Μεγαλύτερη κατανόηση από σχολές όταν κάποιοι από εμάς δεν μπορούν κάποιες μέρες, βιντεοσκοπήσεις ή πιο ήπια deadlines. Γενικά πρόσβαση στα αγαθά της ζωής και στην υγεία, σε πράγματα, στο ασανσέρ που διευκολύνει ή στον ποδηλατόδρομο που μας κρατάει υγιείς.

Νομίζω θέλω να πω καταρχάς: γιατρέ μην είσαι τόσο μαλάκας. Δεν υπάρχει δα και ψυχολόγος στα ΤΕΠ βραδιάτικα. Και επίσης ότι δε χρειάζεται να σου κοπεί το πόδι για να σε βοηθήσει και σένα το ασανσέρ και η γενική προσβασιμότητα. Και εμείς θα φτάσουμε μάλλον τα 80. Και εσύ μπορεί προσωρινά να έχεις κάτι. Αλλά και ο άλλος, ο τυφλός π.χ. γιατί να βασίζεται πάνω σε σένα; Είναι ενοχλητικό και για τους δυο σας να νταντεύεις τον άλλον. Δεν είναι μωρό. Τη φροντίδα τη χρειαζόμαστε όλοι, το ντάντεμα όχι. Μία προσβάσιμη πόλη είναι ένας τόπος για όλους, για ‘σένα και για τον
θείο σου που έχει εστιατόριο και δε θέλει να κάνει μενού Μπράιγ γιατί “υπάρχουν πιο σοβαρά προβλήματα”. Μπάρμπα θα τα χρειαστείς και ‘συ κάποια μέρα. Πες μου εσύ αν είναι πολύς κόπος να κάνουμε κάτι για το 10%-15% του τόπου μας;

Leave a comment